- ὀθονιηρά
- ὀθον-ιηρά, ἡ,A tax on linen-making, PTeb.ined.703.105, Ostr.1499.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οθονιηρά — ὀθονιηρά, ἡ (Α) φόρος που καταβαλλόταν για την κατασκευή λινών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *ὀθονιηρός < < ὀθόνη / ὀθόνιον + κατάλ. ηρός] … Dictionary of Greek